"Δεν γράφω τη ζωή μου / προσπαθώ να τη ζω / ας την γράψει όταν "φύγω" / ο αέναος άνεμος."

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Η Γειτονιά μου (Βεσίνι)


Στο επάνω μέρος του μικρού χωριού
βρίσκονταν κάποτε η γειτονιά μου
σπίτια τρία στη σειρά, ένα πιο ‘κει
θρονιάζονταν να ζεσταθούν σιμά μου.

Στον αυλόγυρο, στην πέτρινη μάντρα
στηρίζονταν η σκάφη με τ’ ακόνι
πιο ‘κει, στα πέτρινα λαξευτά σκαλιά
καθόταν η γιαγιά με το βελόνι.

Στο φούρνο μας έψηνε η μάνα μου
το ψωμί, εφτά  ζυμωτά καρβέλια
φεγγοβολούσε, όλη η γειτονιά
από των παιδιών τ’ αμέριμνα γέλια.

Στον γέρικο πλάτανο της εκκλησιάς
τσίπουρο κερνούσε το καφενείο
παπάς, δάσκαλος κι ο γραμματικός
κολιτσίνα έπαιζαν στο σχολείο. 

Κατά τις δέκα το πρωί ερχόταν
απ’ της Αγια- Παρασκευής τη στράτα
ο κυρ- Πάνος, ταχυδρόμος του χωριού
φορτωμένος στην τσάντα του μαντάτα.

Όλοι έτρεχαν να τον υποδεχτούν
στης εκκλησιάς το άδειο αλωνάκι*
η Περσεφόνη, η Γιούλα, η Μαριγώ
το κρυφό περίμεναν ραβασάκι.

Όταν κοντά κουδούνια ακούγονταν
να έρχονται απ’ του Αι- Λια  το πλάι,
ο Τέλης, φίλος πιστός, στα Βαρικά*
το περιβόλι της Γιωργιάς φυλάει.

Στου Γιάννη το αλώνι ο Αρίστος
τα πρόβατα τη μέρα σαλαγούσε
κι ο Σπύρος από την Τσελεκωνιά*
με τη φλογέρα του κελαηδούσε.

Φώναζε η Σοφία, τη Γαρούφω
κλείσε τη βρύση, έχουμε στερέψει
κήπους θέλω να ποτίσω κι εγώ
μήπως φέτος καμιά ντομάτα δέσει.

Ολημερίς οι ανύπαντρες ύφαιναν
την προίκα τους με γέλια, τραγουδώντας
τα παλικάρια στους αγρούς σκούπιζαν
ιδρώτα στα μάτια, κρυφογελώντας .

Στο λιόγερμα, στη δύση τα κορίτσια
ζαλώνονταν τις όμορφες τις στάμνες
στο γαύρο, στη δέση, στην κρύα βρύση,
οι κλεφτές ματιές τρεμόπαιζαν, λάγνες.

Στον απολογισμό του δειλινού
μαζεύονταν στη ρούγα οι κυράδες
η ρόκα ,το στημόνι, ο αργαλειός
πιάνανε κουβέντα για νταλκάδες.

Ήλιους τότε θυμάμαι ζωγράφιζα
στου Σπύρου το χωμάτινο αυλάκι
αμπάρα, φράγκα και κουτσό έπαιζα
στου Παναγιώτη το στενό σοκάκι.

Στου μπάρμπα- Νίκου, στη διπλανή αυλή
κουβέντα έπιανα θαρρώ με τ’ άστρα
η θεια- Θοδώρα πρόθυμη, λυγερή
πήλινα μου ‘χτιζε στην άμμο κάστρα.

Στ’ ανατολικό κλωνάρι της μουριάς
κρεμούσα ενθυμούμαι τα δεσμά μου
σε σεντόνι ολόλευκο, υφαντό
κεντούσα κάποτε τα όνειρά μου.

Πως θα ’ρθει αυτή η ποθητή στιγμή,
όπου τα χελιδόνια δεν θ’ αργήσουν
τ’ ανέμελα τα χρόνια, τα παιδικά,
τους ευσεβείς πόθους να ευλογήσουν .


Μαρία Αργυρακοπούλου  / 12/07/2019

*αλωνάκι= προαύλιο
* (Τσελεκωνιά,βαρικά) : τοπωνύμια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου