"Δεν γράφω τη ζωή μου / προσπαθώ να τη ζω / ας την γράψει όταν "φύγω" / ο αέναος άνεμος."

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Περιπλάνηση


Πήρε να δύει ο ήλιος και ο καιρός δείχνει να αλλάζει. Ένα ελαφρύ βοριαδάκι σήκωσε παντιέρα να δροσίσει λίγο την οφθαλμαπάτη του νου.
Δίπλωσε προσεχτικά τα φτερά της και ξάπλωσε στη βαθυστόχαστη σκιά ενός γέρικου δέντρου. Η ολοήμερη περιπλάνηση και η αφόρητη ζέστη είχαν ξηράνει την όποια επιθυμία της να συνεχίσει να αναζητά το μαγικό φίλτρο της χαράς. Αυτό το δέντρο, σκέφτηκε, έζησε τόσα πολλά χρόνια σίγουρα κάτι έχει να με διδάξει. Πολλά έχουν να πουν οι ρίζες του και οι κλώνοι του για το πως άντεξαν τις (ρυπογόνες) φουρτούνες, πόσα δάκρυα περιέλουσαν τα φύλλα τους….πόσες φορές το φεγγάρι τα σκούπιζε και ο ήλιος τους χάριζε ένα αδαμάντινο χρώμα…
Η ώρα περνούσε, και όσο οι σκέψεις πλήθαιναν τόσο τα ερωτηματικά αναπάντητα περνούσαν το κατώφλι της σκιάς που την ξαπόσταινε. Ένα αστροφώτιστο σεντόνι ήρθε να καλύψει το κενό που βάραιναν τα γυμνά της στήθη. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ανήλιαγο ποίημα σκέφτηκε, ένα αφώτιστο ποίημα που είχε ξεθωριάσει η αύρα του πριν καλά – καλά ξημερώσει .
Ξάφνου από μακριά έκανε την εμφάνισή του ένα λευκό όνειρο και κλέβει την παράσταση της βραδιάς. Ήρθε λέει, ένας κάτασπρος γλάρος και κάθισε δίπλα της. Δραπέτευσε απ’ τα κύματα που τον πλαισίωναν χρόνια τώρα δίνοντάς του άλλοτε χαρά και άλλοτε τον γέμιζαν με λύπη από κείνη που αποξενώνει , που σε ευνουχίζει και δεν σου αφήνει το περιθώριο να αναπτυχθείς. Κουβέντα πιάσανε όλο το βράδυ ανταλλάσσοντας λόγια ευχάριστα και στήνοντας χορό συναισθημάτων στο φεγγαρόφωτο. Ούτε που κατάλαβαν πότε ξημέρωσε στο δάσος των επιθυμιών.
Σαν η τροχαλία της Μέρας άρχισε να έχει ανοδική πορεία και οι πρωινές ακτίνες του ήλιου να χαϊδεύουν τα πρόσωπά τους ξύπνησαν με γεμάτους τους ασκούς της διάθεσης, της θύμησης, της νηφαλιότητας..
Το ταξίδι τους ξεκίνησε και πάλι, όμως αυτή τη φορά με κοινή ακτίνα στον κύκλο. Μόνο που τα κύματα δεν καταλάγιαζαν, προκλητικά άπλωναν τα δίχτυα τους στο ξέφωτο, παρακαλώντας το γλάρο να επιστρέψει στις μέδουσες , εκεί που ανήκε. Τον τάιζαν με λόγια λάγνα, τον πότιζαν ευχέλαιο, και τι δεν έκαναν; ως και παρακλήσεις στο χρώμα της θωριάς του.
Έφερναν αδιάβροχο μήνυμα σε πάπυρο από δαύτες . έγραφαν, έγραφαν και τι δεν έγραφαν… Την ανάσα του ήθελαν να νιώσουν να θρέφει το πλαγκτόν ώστε να μπορούν να επιβιώσουν, το απαλό του άγγιγμα να αισθανθούν, για πολλοστή φορά να φωλιάζουν στις δυνατές φτερούγες του.
Σκεφτικός στάθηκε ο γλάρος για λίγο, μα γοητεύτηκε απ’ τα λόγια τους, τα κολασμένα χάδια τους ορέχτηκε. Θυμήθηκε τους ναυαγούς που έστρωναν για δείπνο στο σώμα του και αποφάσισε να πιει ένα ποτήρι ακόμα.
Πιο κει αφώτιστο το ποίημα κατηφόριζε στο βυθό του. Δεν ωφελεί, σκέφτηκε, να μιλάς, να εκλιπαρείς το φως. Η ελπίδα θέλει σιωπή να ευδοκιμήσει.
Υ.Γ. Έτσι κι αλλιώς το δείπνο στρώθηκε για άλλους κι είναι τα καθίσματα πιασμένα.


Μαρία Αργυρακοπούλου

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Γόνιμη σύσπαση


Κι όταν το χώμα νοτίσει καλά
κι όταν ο αέρας κοπάσει τριγύρω
φύτεψε μια κατακόκκινη άνοιξη
εκεί στο διάσελο των βουνών
όπου η θελκτική αύρα
των "Δεν Υπάρχουν"
ρέει ακατάπαυστα ποίηση
ως αυγινή αναρρίχηση
στεναγμών και δακρύων
κι ως γόνιμη σύσπαση
μήτρας που τίκτει.


Μαρία Αργυρακοπούλου


Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Διαπίστωση


Τόσο καιρό και δεν έμαθα ακόμη
να μη ζαλώνομαι τα χνάρια
μονάχα το στίγμα τους να ερμηνεύω
τις δε ποικίλες τους ρίζες
που απλώνουν το χάδι τους
προσφέροντας ρίγος πορφυρό
στη φυλλωσιά του δέντρου
να προσπερνώ.
Χρόνια τώρα κι ακόμη αναζητώ
εκείνη τη στεριά
δίχως το κύμα στα τείχη της.


Μαρία Αργυρακοπούλου

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Κουβέντα με τη νύχτα


Τις νύχτες κοιμόσουν με τα όνειρα διπλωμένα κάτω απ’ το προσκέφαλό σου, τόσο καλά , που φοβόμουν μην τα τσαλακώσω αν πιάναμε την κουβέντα.
-Τώρα που είπα κουβέντα, θυμήθηκα νέοι σαν ήμασταν κάτω από τον παχύ ίσκιο της βελανιδιάς καθόμασταν τα μεσημέρια, όταν όλοι ξεκουράζονταν, ώρες πολλές συζητούσαμε για το αδιανόητο της ζωής, για την απόδραση του λόγου, για ταξίδια, για ναυαγισμένα όνειρα που πιάνονται στα δίχτυα των επιλογών, για τις κρυφές σκέψεις των ονειροπόλων.
Και τούτη τη νύχτα, όπως τόσες άλλες, κάθομαι στο διπλανό κελί παρατηρώντας τον τρόπο στο να χτίζεις τις συλλαβές, λέξεις καθησυχαστικές γίνονται, προτάσεις που αδημονούν να τέρψουν την ιριδίζουσα ανατολή της δύσης γίνονται, λόγος εύρωστος που ενταφιάζεται πριν καν ξημερώσει.
Σε μια γωνιά του νου, ένα κουβάρι αναμνήσεων ξετύλιγες δένοντας κόμπους τις πιο γόνιμες, τις πιο εύθραυστες. Αναύλωτες τις περνούσες στην απέναντι όχθη της θύμησης φτιάχνοντας έναν πύργο αποσκευών – ταξίδι θα έφευγες σύντομα- τις κλείδωνες μην τύχει και αποδράσουν μαζί με τα συναισθήματά τους.
Που και που ξεπεταγόταν ένα κουφάρι πολλαπλών συγκρούσεων με τα κατά συρροή: άδικο, εκμετάλλευση, φθόνο, τη διαρκή νοοτροπία του «εγώ» που σφυρηλατούσε τις ανθρώπινες σχέσεις, να σου θυμίσουν τις λαμπαδηδρομίες εκείνες που ξεδιψούσαν στο πεζοδρόμιο άστεγων αντιλήψεων.
Περασμένα μεσάνυχτα κι Εσύ εκεί στο ευρύχωρο κελί της νοσηρότητας που σε συντρόφευε εδώ και καιρό, δίχως την παραμικρή κίνησης ανάσας, κρατώντας τους εφιάλτες αμπαρωμένους μην τυχόν και ξυπνήσουν πριν ξημερώσει.
Είχες καταδικάσει κάθε ελπίδα απόδρασης πιστεύοντας πως στέρεψαν οι κρουνοί της ζωής, έρεε πια έλεγες, λιγοστό το νερό στο ρυάκι και το χωράφι έπρεπε από εδώ και στο εξής να καλλιεργείται έχοντας αποδεχθεί την ξηρασία του φθινοπώρου, την παγωνιά του επερχόμενου χειμώνα.
Κύριο μέλημά σου ο κήπος των λέξεων, η καλλιέργεια του λόγου ως άνθος διαυγές με γύρη γόνιμη να διασπείρεται σ’ έναν ορίζοντα σκυθρωπό και προβληματισμένο.
Κοντεύει να ξημερώσει κι Εσύ συνεχίζεις το ραντεβού σου με το θρανίο των μαθητικών χρόνων. Τελευταία το χρησιμοποιούσες πολύ ταχτικά θέλοντας να επαναλάβεις το χρόνο, να γυρίσεις πίσω την τροχαλία του και να επιστρέψεις στη χαμένη αθωότητα.
Κι όσο Εσύ γράφεις οι δείχτες του ρολογιού μετρούν αντίστροφα το χρόνο. Λίγα λεπτά απόμειναν για να συντελεστεί η απέλαση της μέριμνας και να προκάνεις τον επίλογο πριν ξαποστάσει η νύχτα στην αιώρα της αιωνιότητας.
Το ρολόι της εκκλησιάς χτύπησε έξι τα χαράματα να σου θυμίσει θέλει πως,
Στο πλάι σου από πάντα βρισκόμουν
_ δεν το ένιωθες _
βαδίζαμε μαζί απ’ την ώρα της ανατολής
ως και την ώρα του απολογισμού.


Μαρία Αργυρακοπούλου

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Τα γκέμια της ανατολής


Ξεχάστηκαν τα γκέμια της ανατολής
στου γιαλού την αρμυρή πορφύρα
τα χαλινάρια τους φιμώθηκαν
μούλιασαν στη φορμόλη
ακατάλληλο κρίθηκε το φως τους
ο δε λόγος τους ενταφιάστηκε
πριν χαραχτεί στη μνήμη
της ροζιασμένης κλείδωσης
κι αυτή η ριμάδα η θέληση
καθημερινά κηδεύεται στη διαδρομή
παρέα με παξιμάδι ημίγλυκο
κι έναν καφέ πικρό.

ΥΓ: Ψηλά κρατούν οι θύμησες τα ηνία
κι Εσύ στον ίσκιο τους, τη μπόρα αποφεύγεις.


Μαρία Αργυρακοπούλου