Σκηνή
με γκρίζο παραβάν στήνεται
ολόγυρα
σε λημέρι γόνιμο
κι
εσύ -Λαέ μου- παρατηρητής ηθελημένος
μεταγγίζεις
τα μυστικά σου
σε
κουφάρια άδειων συνειδήσεων.
Οι
χρόνιες λιτανείες των άνωθεν
-που
εσύ επέλεξες-
προσπαθούν
να καλυφθούν με φύλλο συκαμιάς
όμως
η άμπωτη το ξέβρασε ως πολυκαιρινό χαρτί
πολλαπλών
μελανιασμένων κηλίδων.
Το
από ανέκαθεν λευκό όνειρό σου – Λαέ μου -
απουσιάζει
απ’ το στρωμένο τραπέζι του λόγου,
διαφεύγει
παρέα με τις σκέψεις σου
λιθοβολώντας
τις ερωτήσεις του φαίνεται
οι δε
προς τα έξω απαντήσεις του λαβείν
αμέτοχες
κι αυτές
ευθαρσώς
τις αποκρύπτουν πτυχές εμβόλιμα ρυτιδιασμένες.
Στο
βαθύ σου εγώ αγεφύρωτα αμπαρώνεσαι
η
κρύπτη σου άβυσσος, πυρπολεί ενίοτε
τη
μέθη της ανάγνωσης των πιο κρυφών κυττάρων σου.
ΥΓ: Μην
απορρίπτεις τη στιγμή
που
εύτακτα περισώζουμε των ιδεών την επίπλωση
έτσι
που τα όνειρα πιασμένα απ’ το χέρι
μαζί
πετούν προς τον παράδεισο της επίγνωσης.
Θαρρώ
το γνωρίζεις καλά πως
κάθε
σκέψη αναδιπλώνεται
στο
αντιφέγγισμα του δειλινού
κάθε
ιεροτελεστία στο ξέφωτο της αυγής.
Μαρία
Αργυρακοπούλου