"Δεν γράφω τη ζωή μου / προσπαθώ να τη ζω / ας την γράψει όταν "φύγω" / ο αέναος άνεμος."

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Άστεγος χρόνος

(...) Περνούσε η ώρα και το σκοτάδι έκανε όλο και πιο εκκωφαντική την παρουσία του. Ο δείκτης της νόησης όλο και έπαιρνε την κατιούσα πορεία, όσο δε απειλητική δήλωνε η νύχτα τόσο αυτός ξεμάκρυνε από την κορυφή του, λες και ήθελε να αποδείξει στο φως, πως δίχως την υγρή μορφή του δεν διαλύονται οι μαύρες ανταύγειες που επωάζουν τη λήθη.
Παραδίπλα πολλαπλή μάχη στο χτες στο σήμερα και στο αύριο έδιναν τα φαντάσματα που κρέμονταν στα συρματοπλέγματα της πρόγνωσης των καιρών. Αναποδογύριζαν την όψη τους πότε απ’ την καλή της φορεσιά και πότε φορώντας τη μάσκα της επιβίωσης εκείνης που κατατρώει σωθικά περαστικών διαδρομών. Ξεπερνούσαν κατά καιρούς κάθε όριο, θαρρείς κι ο άνεμος πάνω τους ζωγράφιζε παραδείσους με κολάσιμες εισόδους.
Κι άναβαν ρυθμικά τα λαμπιόνια τους ένα – ένα σκορπώντας το αμυδρό φως τους στο νυχτερινό περίπατο γνωρίζοντας καλά ό,τι φορτίζουν το αρνητικό πρόσημο του μαγνητικού πεδίου της ψυχής, μα αδιαφορούσαν παντελώς. Μιλούσαν ασταμάτητα σε όλη τη διαδρομή της επίγειας παρουσίας τους, δεν αρκούνταν μονάχα στην απλή συζήτηση, συνωμοτικά φλυαρούσαν κι ας ήξεραν πως το ποτάμι θα ακινητοποιηθεί σκεπτόμενο την αντίστροφη ροή των εσόδων της αναζήτησης.
Κάπου απόμακρα, δυο καθώς πρέπει θεατές, παρακολουθούσαν τη νυχτερινή περίπλου της προσομοίωσης των εικόνων που συνέβαιναν αυτήν εδώ την ώρα όπου όλα καταρρέουν, όλα στην τρικυμία παλεύουν να σωθούν πιασμένα από αιωνόβιες ρίζες κυμάτων που υπηρετούνται από λανθασμένες εντυπώσεις.
Προσπαθούν να προσαρμόσουν λόγια και έργα στα άδυτα του παγετού που επικρατούσε μεταξύ των εκκρεμοτήτων της γης και των νεφελωμάτων της. Αντιστέκονται στα επώδυνα οι ροζιασμένες ελπίδες. Το χάραμα αναμένουν, στο ξέφωτό του προσδοκούν να αφανιστούν τα είδωλα που παρεκτρέπονται στο σκοτάδι και ενδυναμώνουν φιγούρες απρόσκλητες. Χτίζουν πρόσφορο έδαφος να πορευτούν συνάμα με τον έναστρο λόγο της αυγής. Στο απάγκιο του φωλιάζουν την κρύα αυτή νύχτα όπου παγώνουν ακόμη κι ανάσες. Ξημέρωνε χιονιάς και ο άστεγος χρόνος αναζητά τη θαλπωρή μας...


Μαρία Αργυρακοπούλου





Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Δίχως πρεβάζι




Γυμνό σώμα
νεκρό στο χώμα
δίχως πρεβάζι
το τρώει τ’ αγιάζι
οστά δίχως σάρκα
ελεύθερα στη βάρκα
τη λίμνη περνούν
πίσω δεν κοιτούν.

Η πύλη αμπαρωμένη
όλοι ξενυχτισμένοι
δεήσεις κάνουν
κεριά ανάβουν
πυκνώνουν οι αράδες
δακρύζουν οι μανάδες
τα παιδιά τους λαχταρούν
παρακαλάνε να τα δουν.

Αλυχτά ο σκύλος
δεν έμεινε φίλος
δυνατή βροχή
καλύπτει τη γη
κι εγώ κρυώνω
στη σκέψη ματώνω
ζητώ να γυρίσεις
την αυλή να γεμίσεις
με ανάσες ζεστές
νόστου αγκαλιές.

Ξέρω δεν μ’ αντέχεις
τον πατέρα προσέχεις.
των αδερφών ο πόνος
σπάρθηκε ως γόνος
μαράθηκαν οι γλάστρες
γιγαντώθηκαν οι φράχτες
αγκάθια ζυμώθηκαν πολλά
στης ζωής τα σωστά.

Έλα για λίγο
απ’ όλα να ξεφύγω
τα χρόνια περνούν
τα ρυάκια κυλούν
πίσω δεν γυρίζουν
όλα σε θυμίζουν
σήμερα γιορτάζεις
χρωστάς, μην τάζεις.


Μαρία Αργυρακοπούλου