"Δεν γράφω τη ζωή μου / προσπαθώ να τη ζω / ας την γράψει όταν "φύγω" / ο αέναος άνεμος."

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Ήρωες ή θύματα


Πιασμένοι χέρι- χέρι βαδίζοντας αντικριστά
γκρέμισαν γέφυρες και τοίχους
φίμωσαν τους ήχους
άραγε ποιος είναι πίσω και ποιος μπροστά.

Αγκαλιασμένοι στον κρότο λάμψης, ψιθυρίζουν
συντρίβοντας της ψυχής τ' αισθήματα
του νου τ' ατοπήματα
άραγε ποιανού κόσμου τα μάτια δακρύζουν;

Καράβι σαθρό μακριά τους πηγαίνει
τα μικρά παιδιά τον τόπο τους γυρεύουν
δίχως σωσίβια ταξιδεύουν
ποιάς άλλης γης ελπίδα τους περιμένει;

Παγωμένη η θάλασσα, πολλούς κινδύνους τρέφει
αρμυρό το νερό της ξενιτιάς, δακρύζουν
τα μάτια όλων αλάτι γεμίζουν
αρμόζει να τα καταφέρουν, η στεριά τους γνέφει.

Άνεμος δυνατός, αγριεμένα κύματα τους σκεπάζουν
πότε βρέθηκαν γυμνοί στα νερά κανείς δεν γνωρίζει
το σκάφος καρυδότσουφλο, λυγίζει
ξύλα σπασμένα, σίδερα σκόρπια, ό,τι βρουν αρπάζουν.

Απεγνωσμένα στο πέλαγος κολυμπούν, πλάι σε ψάρια
τρομοκρατημένες μανάδες, μικρά παιδιά ουρλιάζουν
κάντε κάτι, πνιγόμαστε φωνάζουν
ανάμεσά τους φίλοι και γείτονες, κείτονται κουφάρια.

Κι απ’ αυτό το ναυάγιο, λίγοι επιζώντες τα καταφέρνουν
με αμέτρητα γιατί , από μακριά τη στεριά αντικρίζουν
με το δάκρυ τους τη θάλασσα γεμίζουν
σε σωσίβια λέμβο τα όνειρα, τις ελπίδες τους σέρνουν.

Ορφανά παιδιά, κατεβαίνουν από τη βάρκα
σημάδι ζωής αναζητούν σε άγνωστα μέρη
κρυώνουν κι ας είναι καλοκαίρι
δίχως παπούτσια με βρεγμένη τη σάρκα.

Μικρό παιδί ήμουν, καθώς αντίκρισα τούτο το δράμα
ρούχα και παπούτσια στα παιδιά δίνω
αδιάφορο μου είναι, το χρώμα τους σβήνω
σύγκρυο μ' έπιασε, το άδικο μ' έπνιγε, βουβό το κλάμα.


Μαρία Αργυρακοπούλου

η φωτογραφία είναι από Sebastian Sofia Antoniu


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Εγγενής έγνοια


Σηκώθηκε απ’ τα άγρια χαράματα. Η ανησυχία δεν την άφησε να κλείσει μάτι όλη νύχτα. Έφτιαξε τον καθημερινό της καφέ, πίνει δυο γουλιές και συλλογιζόταν τη ζωή.
Πόσο δύσκολη μπορεί να είναι για κάποιους, σκέφτηκε, πόσο άδικα τους συμπεριφέρεται, δεν τους αφήνει ν’ αναπνεύσουν λίγο ξένοιαστο αέρα.
Ξεκίνησε να μαγειρεύει, αφήνοντας τις σκέψεις της για αργότερα, στο ταξίδι που θα έκανε και στη διαδρομή δεν θα της έμενε χώρος στο νου για οτιδήποτε άλλο, παρά μονάχα για τη σημερινή μέρα, το χειρουργείο, τα αποτελέσματά του.
Τελείωσε με το φαγητό, ταχτοποίησε την κουζίνα της και μπήκε στο μπάνιο να φρεσκαριστεί, θέλοντας να ξεπλύνει τις άσχημες σκέψεις που την βάραιναν.
Χτυπά το τηλέφωνο. Μια φωνή άχρωμη την ειδοποιεί πως το ταξί είναι κάτω και την περιμένει. Έριξε μια τελευταία σχολαστική ματιά γύρω της, μπήκε και στα δωμάτια των παιδιών, τα σκέπασε, τα φίλησε, κλείδωσε το σπίτι και κατέβηκε.
-          Καλημέρα σας.
-          Καλημέρα, που πηγαίνετε;
-          Στα κτελ του Κηφισού.
Κοιτάζει το ρολόι της, 4.50 π.μ. , προλαβαίνω σκέφτηκε, το λεωφορείο για την Πάτρα φεύγει 5.30 π.μ. ήταν το πρώτο δρομολόγιο. Θα ήθελε να υπήρχε και πιο νωρίς, να φτάσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, να προλάβει την αδερφή της πριν μπει στο χειρουργείο. Ήταν η τρίτη κατά σειρά επέμβαση που θα έκανε στο στήθος μέσα σε είκοσι χρόνια. Την ανησυχούσε αυτή η εξέλιξη.
Νύχτα ακόμα, καθώς είναι Οκτώβρης. Κάθεται στη θέση της στο λεωφορείο και κλείνει τα μάτια. Προσπαθεί να κοιμηθεί για να μη σκέφτεται. Όσο και να το θέλει είναι αδύνατο ο νους να υπακούσει. Τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μεγαλύτερη θαρρείς απ’ αυτή του λεωφορείου, κάνει σενάρια πότε άσχημα και πότε καλά. Γυρίζει χρόνια πίσω σε ένα άλλο ταξίδι απ’ την ίδια διαδρομή. Τότε πήγαινε στα Γιάννενα, στο νοσοκομείο εκεί βρισκόταν η μικρή της αδερφή. Θυμάται όλο το ταξίδι πιθαμή προς πιθαμή. Ένα δάκρυ την επισκέπτεται δειλά και δεν λέει να απομακρυνθεί.
-          θέλετε χαρτομάντιλο; ακούει να της λέει μια γυναικεία φωνή.
-          Όχι, ευχαριστώ.
Απορροφημένη απ’ τις σκέψεις της, δεν είχε αντιληφθεί την κυρία που καθόταν δίπλα της. Μια μαυροφορεμένη μεσήλικη με σκυθρωπό βλέμμα και αμυδρό χαμόγελο, τη χαιρετά.
-          Καλημέρα σας, αν επιτρέπεται, γιατί είστε τόσο σκεφτική; σας είδα να δακρύζετε.
-          Καλημέρα. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Σήμερα χειρουργείται η αδερφή μου στο στήθος και ανησυχώ όχι τόσο για την επέμβαση αλλά για τα αποτελέσματα.
-          Δίκιο έχετε, μα προσπαθήστε να έχετε θετικές σκέψεις για το γεγονός. Απασχολείστε το μυαλό σας με οτιδήποτε άλλο, ώστε να αμυνθείτε στο εύρος της ανησυχίας σας. Βλέπεται εμένα πόσο ήρεμη είμαι. Αυτό το ταξίδι το κάνω μια φορά την εβδομάδα, συνεχίζει η διπλανή της, έχω χάσει το παιδί μου πριν δέκα χρόνια και το επισκέπτομαι. Ο πόνος είναι αφόρητος μέσα μου, όμως κάνω κουράγιο για το εγγόνι μου, μικρό μου το άφησε η κόρη μου, κοτζάμ παλικάρι τώρα, θαρρείς πως ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις. Αστραπές πολύβουες είναι η ζωή. Πότε φωτίζουν και πότε σκοτεινιάζουν δίχως εμείς να αντιλαμβανόμαστε τις στιγμές τους. Έτσι κυλά η ζωή, πότε με χαρές και πότε λύπες.
Κάπως έτσι συνεχίστηκε η κουβέντα ως την Πάτρα. Για πότε έφτασαν δεν το κατάλαβαν. Χαιρετήθηκαν στο σταθμό και η κάθε μια ακολούθησε τη διαδρομή της.
Κοιτάζει το ρολόι της, 8.15π.μ. Στέκεται για λίγο. Τηλεφωνεί στο γαμπρό της να μάθει νεότερα, πώς κοιμήθηκαν και τι ώρα είναι το χειρουργείο.
Ως τις 12 το μεσημέρι έχω αρκετό χρόνο, είπε στον εαυτό της. Θα καθίσω στο καφενεδάκι του σταθμού, να πιω έναν καφέ και να ταχτοποιήσω τις σκέψεις μου. Ευτυχώς αυτήν την ώρα επικρατούσε ησυχία, οι άνθρωποι βιαστικά πήγαιναν στις δουλειές τους, αμίλητοι και νυσταγμένοι.
Κάθισε στο γωνιακό τραπεζάκι αγνάντι στη θάλασσα. Αυτή η εικόνα πάντα την ηρεμούσε. Πίνοντας τον καφέ της σκέφτηκε πως δεν ωφελούσε να είναι σκυθρωπή και θλιμμένη. Με την παρουσία της θα έπρεπε να δώσει δύναμη και κουράγιο, να γεμίσει αισιοδοξία την αδερφή της και όχι να την βάλει σε περισσότερη ανησυχία.
Φόρεσε ένα ευχάριστο προσωπείο, το στόλισε με το χαμόγελό της και σηκώθηκε.
Δεν ωφελεί να δείχνω, σκέφτηκε, το τι νιώθω. Ας το καταχωνιάσω στα ενδότερα.
Ένα ταξί που περίμενε για το μεροκάματο, θα την πήγαινε στον προορισμό της.


Μαρία Αργυρακοπούλου / 23 – 10 – 2019

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

... Στο όνομα της ειρήνης


Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου ξεριζώθηκαν
μαύρος καπνός γέμισε το τζάμι
κι η ατμόσφαιρα θολή απ’ το δάκρυ
των όσων ακόμα αναπνέουν
σκοτάδι άρχισε ν’ απλώνεται παντού
κι εκείνη η πόρτα της ελπίδας
κόκκινη βάφτηκε για μια ακόμη φορά
απ’ το αίμα αθώων στ' όνομα της ειρήνης.
Οι τόσο δα μικρές φωταψίες
που προσδοκούσαν το μέλλον
έσβησαν πριν καν ανάψουν.
Κάτι ξεχασμένα ουρλιαχτά
αγρυπνούν μόνα τους
να μας θυμίζουν πως εδώ κάποτε
υπήρχε ζωή.

ΥΓ: Μουγκάθηκαν οι γείτονες
δεν τολμούν να αρθρώσουν λέξη
μήπως και πνιγούν απ’ τα φωνήεντα.


Μαρία Αργυρακοπούλου