"Δεν γράφω τη ζωή μου / προσπαθώ να τη ζω / ας την γράψει όταν "φύγω" / ο αέναος άνεμος."

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

28 Ιούληδες Ενός Αναπάντητου «Γιατί»

Τη νύχτα ετούτη
όπου ο ύπνος των άστρων
αντιφέγγει σε τοπίο θολό
επαγρυπνούν τα όνειρα εκείνα
που θρυμματίζονται μ’ ένα δάκρυ
στην ομιχλώδη σιωπή
ενός αναπάντητου «Γιατί».

Αυτό το εναγώνιο «Γιατί»
παραμένει καθηλωμένο στην ανάσα
στο νου
στην ψυχή
πιστός ακόλουθος  της στοργής
της μοναξιάς
και της θλίψης.

Κι εσύ στο διάσελο των επιθυμιών
μ’ ένα νοτισμένο κάδρο απ’ τη χαμένη αθωότητα
που περιγράφει τη μορφή της
να περιμένεις με την όραση υγρή
και την ακοή άφθαρτη
ένα χαμόγελο που χάθηκε το ξημέρωμα, να ανθίσει.

Μια φωνή που τριγυρνά στη μνήμη
κι απομακρύνεται.


Μαρία Αργυρακοπούλου

Κυριακή 28 Ιουλίου 1991 –Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Περι-συλλογή μιας ζωογόνου περίπλου


Σαν χάραξε κι ο ήλιος ανέβηκε δώδεκα πόδια στον ορίζοντα, ξύπνησε ο άνεμος. Φόρτωσε στο δισάκι του ελπίδες, όνειρα, επιμονή κι άρχισε το ταξίδι. Η εδώ παρουσία του θα έπρεπε να είναι μοναδική και πολυδιάστατη συνάμα, έτσι του είχαν εκμυστηρευτεί οι μοίρες όταν αθώρητος λικνιζόταν στην κούνια κι απολάμβανε τα χάδια της αυγής.
Σε κάθε του βήμα ιχνηλατούσε το απρόσμενο, το απροσδιόριστο ωσάν κατακτητής του σύμπαντος. Επέβαλε την όψη του στις βραχώδης ακτές ώστε προσπελάσιμες να γίνονται. Κατακτούσε τα κύματα το ένα μετά το άλλο, εισέρχονταν στο βυθό τους απολαμβάνοντας την ασπίδα της ηδονής να αφυπνίζει την ανάσα του, να ριγεί το σώμα του. Κάθε οστρακοειδές που συναντούσε στο διάβα του ενσωματωνόταν μαζί του δημιουργώντας πολύτιμους λίθους στην αρχή, μα σαν επιχειρούσε να τον εγκλωβίσει άλλαζε τροπή η πορεία της διαδρομής, φουρτούνα επικρατούσε στο πέλαγος και στο λιμάνι ο φάρος δεν έλεγε να στείλει το σήμα για αγκυροβόληση.
Όμως σαν περνούσε ο καιρός ένιωθε φυλακισμένος στο υπόβαθρο του βυθού. Ο κορεσμός δεν αργούσε να εμφανίσει τα πρώτα του δίχτυα και η μελαγχολία να σπείρει τους καρπούς της.
Τότε απευθυνόταν στην συγκατοίκηση με κάποιο άστρο που φώτιζε τις νύχτες και τον οδηγούσε τις μέρες σε επουράνια στρώματα ευεξίας, χαράς και προσδοκίας. Έκαναν όμως την εμφάνισής τους τα σύννεφα πότε γκριζωπά και πότε μαύρα ως κιγκλιδώματα φυλακής της ανάσας. Πνιγόταν και αποζητούσε την ελευθερία ως μοναδική λύτρωση στον αδιέξοδο συννεφιασμένο ορίζοντα.
Βλέπεις η συγκατοίκηση με τα άστρα προϋποθέτει μη γήινες προσπάθειες και η εξημέρωσή τους θέλει υπομονή και διορατικότητα.
Έτσι κάπως περνούσε η μέρα αργά πότε με ανέμελα βήματα χαράς και πότε με αυτοεξόριστα κοιτάσματα λήθης.
Έφτανε το απομεσήμερο και τότε έκαναν την εμφάνισή τους σκέψεις απολογισμού.
Ωραία η πλάνη της μέρας μα σαν έρχεται η ώρα του δειλινού αναζητούσε μια στέγη να του σκεπάσει το κουρασμένο σώμα, μια θαλπωρή να γαληνέψει τον ταξιδιάρη νου. Φάνταζε δύσκολο να χτιστεί μια φωλιά με τα κατάλληλα κλαδιά της τρυφερότητας, της σύνεσης, της συγκατάβασης.  Τα φύλλα της υπομονής θαρρείς και κιτρίνισαν απ’ του φθινοπώρου την κούραση, σκεφτόταν καθώς αναπολούσε το ολόγιομο κτίσμα της μέρας που σκορπούσε δροσιά στις ολόχρυσες ακτίνες, αφήνοντας μηδαμινές πιθανότητες στου δειλινού την όψη να πυρώσει το πάπλωμα της στερνής κλίνης.
Κι ερχόταν εκείνη η στιγμή που ο λόγος έφτανε στο αποκορύφωμα μεστός πια με ντοκουμέντα τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τα στόρια κατεβασμένα προς κάθε νέα κολάσιμη ανατολή. Δυσκολευόταν να εμπιστευτεί ένα νέο όραμα εξέγερσης, ένα νέο όνειρο, μια σπίθα που φλόγα θα γινόταν και με γλώσσες πύρινες θα ξυπνούσε καταχωνιασμένα πάθη, θα εξιλέωνε το κορφολόγημα της ψυχής και θα ανακούφιζε το ανεμοδαρμένο σώμα.
Εκεί που νόμιζε πως ο κατακτημένος του κόσμος γκρεμιζόταν, ένα διάφανο πέρασμα έκανε την εμφάνισή του αργά μέσα στη νύχτα με βήματα σταθερά και δυνατά να του δώσει τη σκυτάλη της νιότης στην εσπευσμένη γήρανση των κυττάρων του.
Να απεγκλωβίσει τη σκέψη του απ’ τα ζιζάνια που αδημονούσαν να στερέψουν τον ζουμερό νου. Να αποφυλακίσει τις φτερούγες του και πάλι να μπορέσει να πετάξει.
Όσο η διαφάνεια μπαινόβγαινε στις επάλξεις τόσο η ζωή του χαμογελούσε ξανά. Λες και όλα τώρα έμπαιναν στο εύρος μιας νέας διάστασης, μιας νέας ανατολής στην κορεσμένη δύση. Και γέμισαν ξανά τα βαγόνια της αμαξοστοιχίας με όνειρα κι ελπίδες.
[…]


Μαρία Αργυρακοπούλου