"Δεν γράφω τη ζωή μου / προσπαθώ να τη ζω / ας την γράψει όταν "φύγω" / ο αέναος άνεμος."

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Στο ξέφωτο μιας Μέρας


Ξυπνούσε από τα χαράματα να συναντήσει τη μέρα στο έμπα της, πριν ακόμα προλάβει να ξεθωριάσει το όνειρο. Φορτωνόταν τις λέξεις που κυλούσαν αθόρυβα στο κατώφλι του κι ένα ασκί με αφρό της θάλασσας να τις ξεδιψά καθώς θα περνούσαν ηλιοκαμένες απ’ την πένα του για να αποτυπωθούν στο σεντόνι που κόχλαζε ολονυχτίς . Ξέπνοες καθώς ήταν τις ανάσταινε δίνοντάς τους ύφος γλαφυρό και χρώμα λυρικό όπως τους άξιζε. Κατόπιν τις ταχτοποιούσε τη μια δίπλα στην άλλη, άλλοτε μαύρες και άλλοτε ολόλευκες σαν τα βότσαλα της αγαπημένης του παραλίας. Τις πιο επίσημες τις τοποθετούσε με έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο, έτσι που να σχηματίζουν κοχύλι αγκαλιασμένες, τόσο ευαίσθητες τις ένιωθε.
Ήθελε να αφουγκράζονται το κύμα τις νύχτες παρέα με τα γλαροπούλια να κοιμούνται και το πρωί να εξέρχονται απ’ το βυθό της θάλασσας όπως βγαίνουν από την ψυχή του. Να μην υπάρξουν πειρατές να τις απαγάγουν ούτε γοργόνες να τις αμφισβητήσουν. Μονάχα αυτός και οι περιπλανώμενες νεράιδες να μπορούν τα τις αγγίζουν, να απασφαλίζουν τα βλέφαρά τους, να τις περιθάλπουν.
Κολυμπούσε μαζί τους ώρες πολλές λες και ψάρευε τις πιο γνήσιες, τις πιο ώριμες να τις φτιασιδώσει στα δικά του πρότυπα ώστε να μην ομολογούν τις αδυναμίες του. Κι αυτές, κυκλοφορούσαν πάντα γυμνές, κάτι σα μοντέλα μνήμης που εισβάλουν απρόσκλητα και σε καλούν να μοιραστείς μαζί τους το χάδι της πανσέληνου. Αδιάφορο τους ήταν το δάκρυ που το προκαλούσε η σκόνη απ το χαραγμένο αποτύπωμά τους .
Σαν βασίλευε ο ήλιος, παρέδιδε έτοιμο το έργο στα αδημονούντα κύματα και χαιρόταν να τα βλέπει να θεριεύουν και τις ανάσες τους να καλπάζουν. Γοητευμένος πια γυρνούσε στον απόηχο του βράχου ψιθυρίζοντάς του, «είναι γλυκιά η αρμύρα του φιλιού». Κι ο βράχος παρέμεινε σιωπηλός κι ακίνητος να μεταφράζει τη φουρτούνα, τα φύκια να κοιτά που αγγίζουν απαλά τη δική του θάλασσα.


Μαρία Αργυρακοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου