"Δεν γράφω τη ζωή μου / προσπαθώ να τη ζω / ας την γράψει όταν "φύγω" / ο αέναος άνεμος."

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Η αμφιβολία της Άνοιξης


( ...) Στο απέναντι πεζούλι στεκόταν, ντυμένος στα μαύρα με άσπρες φτερούγες στην πλάτη, να μην ξεχωρίζει απ’ το τοπίο που μύριζε αραχνιασμένη θλίψη, να αποδράσει αν χρειαστεί εγκαίρως απ’ τις ευθύνες που τον βάραιναν.
Ώρα πολύ παρατηρούσε τους μοναδικούς θαμώνες των δέντρων, κάτι περιφερόμενα πουλιά που έψαχναν απάγκιο στις παγωμένες φυλλωσιές, ανάγλυφα στολισμένες από σταγόνες της δροσιάς που μέσα τους καθρεφτίζονταν οι ρυτίδες της ζωής.
Το ξεροβόρι του έκαιγε την ανάσα, τα πόδια του παγωμένα, αδύνατα καθώς ήταν μα δεν έλεγε να μετακινηθεί. Άλλωστε που να πήγαινε;
Πλησίαζε η ώρα της εισόδου του στη σκηνή. Όλοι τον περίμεναν με προσδοκίες στολισμένες κόκκινες και η μπαλάντα του δήμου τυμπανοκρουσίες είχε στήσει στη χιονισμένη πλατεία του θεάτρου.
Στα καμαρίνια καρτέρι του είχαν στήσει δώδεκα ερωτήσεις από παλιά, η μια δίπλα στην άλλη φυλλομετρούσαν προσμονές που ακυρώθηκαν, χαμένες ευκαιρίες, λάθη του παρελθόντος.
Για όλα αυτά ήθελαν να μάθουν, για την αμφιβολία της άνοιξης, το θάμπος του χειμώνα.
Η κεντρική πύλη άνοιξε λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει ο επιστάτης δώδεκα, πριν καταγραφεί η απώλεια του προηγούμενου πρωταγωνιστή.
Μια λεπτή φιγούρα τον πλησίασε, με κατανυχτικό βλέμμα, του άπλωσε το χέρι της και του έγνεψε να την ακολουθήσει. Ανέβηκαν κάμποσα ξύλινα σκαλοπάτια που έτριζαν απ’ την υγρασία, πέρασαν έναν στενόμακρο διάδρομο αμυδρά φωτισμένο και κατέληξαν σε μια κοιλάδα κάτασπρη απ’ το χιόνι της αγνότητας. Εκεί πλήθος ματιών περιφέρονταν ανυπόμονα να νιώσουν την αλλαγή πλεύσης των ονείρων τους, τη δημιουργία νέων κύκλων ελπίδας που θα διαμόρφωνε την καθημερινότητά τους προς το καλύτερο - έτσι ήθελαν να πιστεύουν - . Αντάλλαζαν μεταξύ τους κλεφτές ματιές, κάτι σαν ευχές καλωσορίσματος της προαγγελθείσας επίσκεψης.
Περιφερόταν στην κοιλάδα αδιάφορα, λες και βγήκε από το σεντούκι της λήθης, με τις χαραματιές της μνήμης έντονες στο πρόσωπο και τις ανταύγειες της ψυχής σκουριασμένες κλειδώσεις όπου έτριζαν από τον πόνο της εγκατάλειψης. Αναρωτιόταν τι νόημα είχε πια η επάνοδος στα επίγεια αγαθά, στις ηδονικές απολαύσεις της ζωής..
Άτολμο το κάθε βήμα του καθώς δρασκέλιζε το παρών.
Κάθισε να ξαποστάσει λίγο στην παρουσίας της λυπημένης φιγούρας που του κρατούσε το χέρι σφιχτά. Η μελαγχολία του δεν έλεγε να τον αποχωριστεί, καθώς αναπολούσε το αχανές και ανεξιχνίαστο παρελθόν που τον είχε καλά σημαδέψει με τα βέλη του.
Η λεπτή φιγούρα με μάτια θολά τον αντικρίζει
και με τρεμάμενη φωνή του γνέφει.
Θα έρθει ο καιρός που με ένα φιλί θα ασπάζεσαι το σύμπαν
με ένα σου χάδι θα εισχωρείς εντός του
κι ως προσκυνητής ευάλωτος στο δάκρυ
θα αναπνέεις.

Μαρία Αργυρακοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου